• Παρ, 30/01/2015 - 20:05
Οι πρώτες σκέψεις πάνω σε ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα που αλλάζει την επόμενη ημέρα. [του Γιώργου Χούλη]

25/01/2015. Ο Λαός πήγε στις κάλπες με μια αγωνία, να φύγουν … και έπειτα από 6 χρόνια μνημονίων, ηρωικών αγώνων του κόσμου της δουλειάς και της νεολαίας, πρωτοφανούς καταστολής και τρομοκρατίας η αλήθεια είναι ότι έφυγαν.

Σαμαράς, Μερκελ και Βενιζέλος παρέδωσαν στην ουσία με τους ελλιπείς χειρισμούς τους στο θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους (υπήρχε δέσμευση των δανειστών για κάποιου είδους ελάφρυνση όταν θα επιτυγχάνονταν πρωτογενές πλεόνασμα) αλλά και την «άσφαιρη πιστολιά» της επίσπευσης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας την κυβέρνηση στο ΣΥΡΙΖΑ.

Όντως λοιπόν τα πρόσωπα έφυγαν, αλλά το στοίχημα για το κίνημα ήταν πάντα οι πολιτικές και όχι μονό τα πρόσωπα. Η εκκωφαντική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αποτύπωσε την οργή, αλλά και την ελπίδα της πληττόμενης πλειοψηφίας.

Μια ελπίδα όμως προσεκτικά κουρεμένη από τον ίδιο το νικητή, μια ελπίδα χαμηλών προσδοκιών που καλλιεργήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενο διάστημα. Η εκλογική νίκη μίας δύναμης της αριστεράς συνοδεύτηκε από την εξασθένιση του κινήματος, ένα κίνημα που τα τελευταία δυο χρόνια βρίσκεται σε κάμψη παρά τις όποιες ηρωικές αναλαμπές του σε κάποιους μεμονωμένους τομείς, που σε καμία περίπτωση όμως δεν συντονίστηκαν και δεν κεντρικοποίησαν τα αιτήματα τους. Παρατηρείται λοιπόν, αυτό που όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν εμφανές, ότι η πλειοψηφία του κόσμου, από μια έντονα κινηματική περίοδο την διετία 2010 -2012 με οξυμένες εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις που εκφράστηκαν μέσα από στις συγκρούσεις και τις απεργίες αλλά και το κίνημα των πλατειών. Οδηγήθηκε σταδιακά στην λογική της ανάθεσης στο ΣΥΡΙΖΑ με ταυτόχρονο κούρεμα των προσδοκιών αλλά και αδυναμία του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ να ταυτίσει ιδεολογικά και πολιτικά αυτόν το κόσμο και να αποκτήσει οργανωτική σχέση μαζί του. Η αυταπάτη της λύσης των προβλημάτων σε μια κυβερνητική εναλλαγή αναπαρήγαγε εν μέρει τις προσδοκίες για μια επωφελέστερη για τα πληττόμενα λαϊκά στρώματα διαχείριση του ιδίου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Μια διαδικασία η οποία αποτυπώνει σίγουρα την εύστροφη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για την διεκδίκηση της «εξουσίας» αλλά και τις αδυναμίες και παραλήψεις των άλλων σχεδίων της αριστεράς για ένα «ανάλογο» πρόταγμα σε μια όμως ουσιαστική κατεύθυνση ρήξης με το υπάρχον μοντέλο.

Η ΝΔ κατέγραψε μία από τις μεγαλύτερες ήττες στην ιστορία της όχι μονό σε επίπεδο ισχνού ποσοστού (27,81% ) και εντυπωσιακής διαφοράς ( 8,5 μονάδες ) αλλά και σε πολιτικό πεδίο. Έχασε η λογική του φόβου και της ακροδεξιάς ρητορείας και μάλιστα αυτή τη φορά από την αριστερά, έστω και στη ρεφορμιστική εκδοχή της. Το κλίμα των δυο τελευταίων εβδομάδων που ήταν καταφανώς δεδομένο ότι η πλάστιγγα είχε γύρει ανεπίστρεπτη προς τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ απελευθέρωσε δυνάμεις από την ΝΔ οι οποίες πήγαν τόσο προς τους ΑΝΕΛ αλλά και τη Χ.Α. παρόλα αυτά η ΝΔ κράτησε ένα ποσοστό που της δίνει την δυνατότητα ανασύνταξης στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.

Το ΠΑΣΟΚ και γενικά ο χώρος του λεγομένου « κέντρου » έδειξε ότι βρίσκεται σε βαθιά κρίση με την εξαφάνιση της ΔΗΜΑΡ και τη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ.

Το πρωτοεμφανιζόμενο και κατασκευασμένο ΠΟΤΑΜΙ δεν έδωσε ελπίδα στους εμπνευστές του αφού σύντομα το απολιτικ πλαίσιο της « υπεύθυνης » πολίτικης δύναμης ξεσκεπάστηκε και φανήκαν τα συμφέροντα των εργολάβων και των εκδοτών που εκπροσωπεί.

Η τρίτη θέση της Χ.Α. είναι πραγματικά ένα σημαντικό πρόβλημα που δείχνει ότι ο φασισμός έχει φωλιάσει στην Ελληνική κοινωνία. Σίγουρα η κατάρρευση της ΝΔ από την διεκδίκηση της κυβέρνησης έδωσε δεξιό άλλοθι σε ένα κομμάτι να ψηφίσει Χ.Α. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι υπάρχει ένα τμήμα της κοινωνίας που ασπάζεται το φασισμό καθώς και ότι τα πιο καθυστερημένα τμήματα της εργατικής τάξης μαζί με τα φτωχοποιημενα τμήματα των μικροαστών είναι ευάλωτα στη φασιστική ρητορεία, ιδίως όταν το κίνημα βρίσκετε σε κάμψη. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να κάνει και την αριστερά να αναλογιστεί τις ευθύνες της όταν απεμπολει την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, της εννοίας της πατρίδας από λαϊκή αντισοβινιστικη σκοπιά και της τιμωρίας των ενόχων των σκανδαλών στην άκρα δεξιά και τους φασίστες.

Το ΚΚΕ επιβεβαίωσε ότι έχει έναν σκληρό πυρήνα που αναφέρεται ιστορικά σε αυτό αλλά κυρίως έσωσε την εκλογική παρτίδα στο παρά πέντε κάνοντας στροφή την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου υπερτονίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αυτοδυναμία. Επιπλέον και εδώ είναι ένα σημείο που αξίζει κανείς να σταθεί, υποστήριξε ότι θα υπερψηφίσει τα όποια φιλεργατικά μετρά φέρει προς ψήφιση στη βουλή η νέα κυβέρνηση. Μένει να δούμε τι εξελίξεις θα υπάρξουν το επόμενο διάστημα στο εσωτερικό του αφού η μεταστροφή αυτή απέδωσε καρπούς και ήταν σε ένα βαθμό απάντηση και στο εσωτερικό του. Θα αναμένουμε να δούμε εάν μπορεί να δώσει την «θετική του ψήφο» και εκτός του κτιρίου της βουλής, στους αναγκαίους ενωτικούς αγώνες της επόμενης ημέρας.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ΜΑΡΣ ήταν ελπιδοφόρο, οι 19000 επιπλέον αγωνιστές/ ριες που εμπιστεύθηκαν το ενωτικό εγχείρημα, σε σύγκριση με τις εκλογές του Ιουνίου 2012 που είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά, επιβεβαιώνουν ότι η προσπάθεια για την μετωπική πολιτική συνεργασία των δυνάμεων της αριστεράς που δεν χωράνε στο διαχειριστικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, ξαναέδωσε ελπίδα σε έναν κόσμο που έχει αναφορά στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ενώ συσπείρωσε ένα σημαντικό κομμάτι αγωνιστών/ριων που δεν καλύπτονται ούτε από το διαχειριστικό κατήφορο προς την ομαλότητα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε και από την σεχταριστική και διασπαστική γραμμή του ΚΚΕ που αρνιέται πεισματικά την οποιαδήποτε αλλαγή στο σήμερα και παραπέμπει μονίμως την όποια λύση στο θολό τοπίο της λαϊκής οικονομίας ενός μη ορατού μέλλοντος. Εάν τα αναγκαία ενωτικά βήματα είχαν γίνει νωρίτερα, εάν η κουβέντα για την πολιτική συνεργασία και τη «μετωπική συμπόρευση» είχαν γίνει με εκείνες τις απαραίτητες αμοιβαίες υποχωρήσεις –μετατοπίσεις που τα μέτωπα επιβάλουν αλλά και τις αναγκαίες ρήξεις που η ιστορία επιτάσσει, εάν ο εκλογικός αγώνας δεν αποτύπωνε και σε έναν βαθμό τις παθογένειες του χώρου και τις ξεχωριστές γραμμές τότε τα πολιτικά αλλά και εκλογικά αποτελέσματα θα ήταν ακόμα πιο ενθαρρυντικά.

Η επόμενη μέρα βρίσκει από τη μια μεριά την πληττόμενη πλειοψηφία ανακουφισμένη από την αποτίναξη της κυβέρνησης Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ αλλά τα αιτήματα και κυρίως οι ανάγκες παραμένουν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα πρέπει να επεξεργαστεί την εμβάθυνση του μεταβατικού προγράμματος. Να συμβάλει με ορούς ηγεμονίας με όλες της τις δυνάμεις στην αναζωπύρωση του κινήματος που θα απαιτεί την εξυπηρέτηση των αναγκών των εργαζομένων και της νεολαίας σε ρήξη με την ΕΕ και το ΕΥΡΩ σε αντικαπιταλιστική / αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.

Να κατοχυρώσει και να διευρύνει την πολιτική συνεργασία των αντικαπιταλιστικών – αντιιμπεριαλιστικών – αντί ΕΕ ανατρεπτικών ριζοσπαστικών δυνάμεων ώστε να αυτή να γίνει εκείνος ο πολίτικος μετωπικός φορέας που θα είναι ο υποδοχέας της λαϊκής δυσαρέσκειας από τις διαχειριστικές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της νέας ριζοσπαστικοποίησης των τμημάτων της πληττόμενης πλειοψηφίας που θα αναζητούν ουσιαστικές ρίξεις με την ΕΕ και τους δανειστές καθώς και των όποιων οργανωμένων δυνάμεων που μέσα από την πίεση του κινήματος θα ταλαντεύονται για την παραμονή ή την απαγκίστρωση τόσο από το ρεφορμισμό όσο και από το σεχταρισμό.