• Τετ, 02/10/2013 - 13:38
Πέντε όχι πολύ σοβαρές απαντήσεις σε πέντε καθόλου σοβαρές ερωτήσεις [του Μάνου Σκούφογλου]

Και τι έγινε; Και τον Χίτλερ τον έβαλαν φυλακή και μετά πήρε την εξουσία

 

Ναι, ο Χίτλερ πήρε την εξουσία αφότου πήγε φυλακή, όχι όμως επειδή πήγε φυλακή. Πάμπολλοι άνθρωποι έχουν πάει στη φυλακή, κι ελάχιστοι από αυτούς έχουν πάρει την εξουσία. Άλλωστε δεν είναι ανάγκη να αγχωνόμαστε, ο Μιχαλολιάκος έχει ήδη μπει στη φυλακή, οπότε αν είναι γραφτό του να πάρει για αυτό το λόγο την εξουσία θα την πάρει είτε ξαναμπεί, είτε όχι.

Από τη άλλη πλευρά, και ο Λένιν πήγε στη φυλακή και μετά πήρε την εξουσία. Προκύπτει επομένως το λογικό συμπέρασμα ότι θα πρέπει να επιδιώκουμε οι αγωνιστές του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής αριστεράς να μπουν στη φυλακή, γιατί μετά ίσως πάρουν την εξουσία, ενώ από την άλλη εξίσου λογικά θα πρέπει πρέπει να κάνουμε μια καμπάνια ενάντια στη φυλάκιση ακροδεξιών, γιατί μετά θα πάρουν την εξουσία. Θα πρέπει τότε να κάνουμε και την αυτοκριτική μας για πολιτικές πατάτες που κάναμε στο παρελθόν, όπως ήταν πχ η καμπάνια για την καταδίκη του Περίανδρου, που και αυτόν άλλωστε το αστικό κράτος τον φυλάκισε.

 

Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτό το επιχείρημα είναι σαν να λέμε ότι η κρατική καταστολή δεν έχει καμία άλλη πρακτική επίπτωση πάνω στα αντικείμενά της, εκτός από την επίδρασή τους στην εικόνα τους, που μπορεί να είναι και θετική. Όμως είναι γνωστό από την εμπειρία του ίδιου του εργατικού κινήματος ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Μια δίωξη δεν είναι απλώς ένας παράγοντας στο ισοζύγιο του κύρους του διωκόμενου, είναι κάτι υλικά και ηθικά συντριπτικό. Αλλιώς δε θα είχαμε κανένα λόγο να κάνουμε καμπάνιες ενάντια στην ποινικοποίηση του δικού μας κινήματος.

Δεύτερον, είναι απολύτως αλήθεια ότι η σύλληψη δεν εγγυάται ούτε την πραγματική τιμωρία, ούτε τη διάθεση της κυβέρνησης να τελειώνει με τη Χρυσή Αυγή, το συστημικό παράσιτο που η ίδια εξέθρεψε και προστάτευσε. Μπορεί αύριο να ξαναπαίξουν το χαρτί του φασισμού, αν δουν ότι τους παίρνει. Είναι όμως καθαρός παραλογισμός να λέμε ότι σήμερα τους διώκουν για να τους χρησιμοποιήσουν αύριο. Σε αυτό ακριβώς βασίζονται όλες οι παρανοϊκές θεωρίες συνωμοσίας. Έχουν ένα πραγματολογικό υπόβραθρο, αλλά κατα κανόνα μετατρέπουν χρονικές (ή άλλες) σχέσεις σε αιτιακές: το ότι τώρα μπορεί να τους κυνηγάνε και να τους ξαναβγάλουν αργότερα στο προσκήνιο δεν σημαίνει ότι τώρα τους κυνηγάνε για να τους ξαναβγάλουν αργότερα στο προσκήνιο. Δεν υπάρχουν μόνο προμελετημένα σχέδια πίσω από τις εξελίξεις, υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις, αντιφάσεις μέσα στο ίδιο το αστικό στρατόπεδο και τις στρατηγικές τους, εξελισσόμενες συνθήκες κλπ.

Τίποτα δεν είναι εγγυημένο χωρίς τη μαζική και επίμονη δράση του εργατικού κινήματος. Η μη προφυλάκιση πολλών από τους ναζί βουλευτές το αποδεικνύει. Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι άλλο: μετά τη σύλληψη, οι συνθήκες είναι περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκές για να εξαλείψουμε το φασισμό; Θα ήταν γελοίο να υποστηρίξουμε το δεύτερο.

 

Μα τι νίκη είναι αυτή που την παραχωρεί το ίδιο το κράτος;

 

Αυτό είναι σαν να λέμε ότι ακόμα έχουμε καπιταλισμό, αστική εξουσία κλπ και, επομένως, ιστορικά δεν έχουμε κερδίσει, πράγμα απολύτως αληθές, αλλά ελάχιστα χρήσιμο στο να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει εδώ. Προφανώς μέχρι να ανατραπεί το αστικό κράτος, αυτό θα μας παραχωρεί τις νίκες (αν και από την ποδοσφαιρική ορολογία ξέρουμε ότι μόνο οι ισοπαλίες παραχωρούνται).

Το 2007, όταν το ΠΑΣΟΚ έκανε πίσω και απέσυρε την υποστήριξή του στη συνταγματική αναθεώρηση, πράγμα που τη ματαίωσε, οι περισσότεροι δεν δίστασαν να το αναγνωρίσουν ως νίκη. Το ΚΚΕ σάρκασε με εκείνη τη νίκη, αλλά δεν έπεισε ιδιαίτερα, γιατί ήταν πασιφανές ότι αυτό που βασικά το ενοχλούσε ήταν ότι σε εκείνον τον αγώνα είχε διαδραματίσει ρόλο ουραγού, και δεν μπορούσε να ανεχτεί ότι κάποιος άλλος πρωτοστάτησε σε μια κατάκτηση του κινήματος. Σήμερα, δεν θα ήμασταν πολύ άδικοι αν βλέπαμε ένα παρόμοιο συναίσθημα πίσω από τα επιχειρήματα πολλών από τους πιο “υποψιασμένους” και επιφυλακτικούς: δεν είναι και πολύ ενθουσιασμένοι στην ιδέα της επιτυχίας ενός κινήματος, του αντιφασιστικού, στο οποίο ελάχιστα συνέβαλαν, αν δεν το ειρωνεύονταν φανερά.

 

Δεν κερδίζουμε πολλά με το να αντιπαραβάλλουμε στατικά τον τελικό σκοπό, τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, στη σημερινή υποταγμένη της κατάσταση, και επομένως να θλιβόμαστε για αυτό που πρέπει να υπάρξει αλλά δεν υπάρχει. Το ζήτημα είναι να αντιλαμβανόμαστε και να παρεμβαίνουμε στη δυναμική που μπορεί να οδηγήσει από αυτό-που-υπάρχει σε αυτό-που-δεν-υπάρχει. Με αυτή τη διαλεκτική κοινοτοπία θέλω να πω ότι κάθε επεισόδιο της ταξικής πάλης κρίνεται τελικά ως νίκη ή ήττα για το κίνημα με κριτήριο το κατά πόσο βελτιώνει τον ταξικό συσχετισμό, το ηθικό των καταπιεσμένων κλπ. Αν πρέπει να είμαστε διστακτικοί για το κατά πόσο πετύχαμε νίκη, αυτό είναι επειδή το παιχνίδι δεν έχει ακόμα κριθεί και κανένας εφυσηχασμός δεν επιτρέπεται, όχι επειδή τη νίκη μας την παραχώρησαν. Και τουλάχιστον από τη σκοπιά του ηθικού του κινήματος, η ευνοϊκή επίδραση της σύλληψης και της δίωξης των χρυσαυγιτών είναι παραπάνω από φανερή.

Πιο εύλογο θα φαινόταν να αναρωτηθεί κανείς μήπως η πίεση που πραγματικά άσκησε το αντιφασιστικό κίνημα των τελευταίων ημερών είχε, στις συγκεκριμένες συνθήκες, μεγαλύτερα αποτελέσματα από ότι ενδεχομένως θα είχε σε άλλες περιπτώσεις, μήπως, με λίγα λόγια, μας παραήρθαν εύκολα τα πράγματα και είναι too good to be true.

Πραγματικά, η ΝΔ φαίνεται ότι είχε και η ίδια λόγους να κυνηγήσει τους ναζί. Προς το παρόν η ΝΔ είναι η πρώτη επιλογή της αστικής τάξης και θέλει να μαζέψει τους ψηφοφόρους της. Φοβάται μη χάσει τον έλεγχο, και αυτό αποδεικνύει ότι η Χρυσή Αυγή είναι ναζιστικό κόμμα και όχι απλώς παρακρατική ομάδα. Αναντίρρητα λειτουργεί και παρακρατικά, έχει όμως την ικανότητα να χαράζει τη δική της αυτόνομη πολιτική, βασισμένη στα μικροαστικά στρώματα που συντρίβονται από την κρίση. Το κράτος υπερασπίζεται το μονοπώλιό του στη βία, όπως είπε με ειλικρίνεια και ο Κουκουλόπουλος. Υπήρχε όμως κι άλλος λόγος που η κυβέρνηση έπρεπε να κάνει κάτι γρήγορα: η δυναμική του αντιφασιστικού κινήματος, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ανεξέλεγκτη ταξική σύγκρουση. Το τελευταίο που θα ήθελαν τώρα ήταν ένας Δεκέμβρης.

Όπως και να έχει, όμως, το αντιφασιστικό κίνημα δεν έφτασε εδώ που έφτασε εύκολα. Δεν ήταν μόνο οι πολύ μεγάλες διαδηλώσεις στο Κερατσίνι και ενάντια στα κεντρικά γραφεία της Χρυσής Αυγής στην Αθήνα (αυτή η πορεία την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια από τις πιο ντροπιαστικές στιγμές της πολιτικής του ιστορίας, ουσιαστικά κατήγγειλε ως προβοκατόρικη), που έδειξαν ότι το κίνημα επεκτείνεται πολύ πέρα από το στενότερο πυρήνα μιας πρωτοπορίας. Είναι και όλοι αυτοί οι μήνες κατά τους οποίους εκατοντάδες αντιφασιστικές πρωτοβουλίες σε γειτονιές της Αθήνας και σε πόλεις της επαρχίας έδωσαν τη σκληρή μάχη στους δρόμους. Μάχη που κάποιοι μάλλον δεν είχαν καν πάρει χαμπάρι.

 

Κι αν αύριο μας χώσουν κι εμάς μέσα;

 

Σαν να λέγαμε ότι ο Ιησούς φοβόταν να μη σταυρώσουν το Βαραββά, για να μη σταυρώσουν μετά και τον ίδιο. Κι όμως, η ουσία είναι ότι τον σταύρωσαν ακριβώς επειδή δεν σταύρωσαν το Βαραββά.

 

Είναι απολύτως λογικό και σωστό να δυσπιστούμε απέναντι στο κράτος και να αρνούμαστε τη σκλήρυνση της καταστολής και της νομοθεσίας με οποιοδήποτε πρόσχημα, ακόμα και με αυτό της δίωξης των χειρότερων εχθρών μας. Αυτά τα όπλα θα μείνουν στη φαρέτρα της αστικής τάξης για κάθε μελλοντική χρήση, ακόμα και εναντίον της αριστεράς, σύμφωνοι. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αποδεχτούμε συνταγματικές αναθεωρήσεις που θα επιτρέψουν την απαγόρευση κομμάτων ή να συνηθίσουμε το βαλιτσάκι της ΕΥΠ. Δεν τα χρειάζονται όλα αυτά για να μάθουν ότι η Χρυσή Αυγή είναι ρατσιστική εγκληματική συμμορία και για να στείλουν τα στελέχη της στη φυλακή. Παρεμπιπτόντως, όμως, μάλλον το αντίστροφο έχει γίνει μέχρι τώρα: οι χρυσαυγίτες διώκονται με τον τρομονόμο, μια νομοθεσια δηλαδή που θεμελιώθηκε για να στοχοποιήσει την αριστερά, όχι την άκρα δεξιά.

Αναμφίβολα δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τη μάχη ενάντια στο φασισμό στην κυβέρνηση, το κράτος και τα κόμματα του κεφαλαίου. Κανένα “αντιφασιστικό μέτωπο” δεν μπορεί να γίνει μαζί με τα αφεντικά και τους καταπιεστές. Δεν έχουμε, όμως, και κανένα λόγο να συνδέουμε τη μοίρα μας με τους ναζί. Δεν είμαστε όμορα, αλλά αντιδιαμετρικά στρατόπεδα. Το δικό μας στρατόπεδο, το στρατόπεδο των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων, είναι απείρως πιο ικανό για αλληλεγγύη και αλληλοϋποστήριξη από τα φασιστικά ανθρωπάκια, που όταν έπιασαν τον αρχηγό τους δεν κατάφεραν να μαζέψουν πάνω από 200 άτομα, με πλαστικές σημαίες για να φαίνονται πιο πολλοί και λογοκριμένα συνθήματα. Το ποιος θα διωχθεί είναι πολιτικό ζήτημα, ζήτημα ταξικού συσχετισμού, και όχι πρωτίστως νομικό. Εξαρτάται δηλαδή πάνω από όλα από τη δική μας αγωνιστικότητα και τη μαζικότητα του κινήματός μας. Αν αυτή είναι εξασφαλισμένη, κάθε χτύπημα στον εχθρό μας αλλάζει τελικά το ισοζύγιο της δύναμης υπέρ μας.

Η κυβέρνηση πολύ θα ήθελε να ξεμπλέκει με μια ζαριά και από την αριστερά. Πώς το κάνει αυτό όμως; Συλλαμβάνοντας το Μιχαλολιάκο για να πιάσει αύριο και τον Κουτσούμπα, τον Τσίπρα ή το Χάγιο; Ας έχουμε λίγη αίσθηση του μέτρου, ό,τι και να καταλογίζουν στην αριστερά, όσο αισχρά και να ταυτίζουν τη ναζιστική βία με τη δίκαιη αυτοάμυνα του κινήματος των καταπιεσμένων, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι αριστεροί ή οι αναρχικοί τριγυρνούν σαν νταβατζήδες, πουλάνε προστασία, ξεπλένουν μαύρο χρήμα, μαχαιρώνουν κόσμο, και όλα αυτά οργανωμένα κεντρικά από τις οργανώσεις τους. Η λειτουργία της “θεωρίας των δύο άκρων”, σύμφωνα με τη συριζαίικη αργκό, είναι άλλη. Κατ' αρχάς δεν υπάρχει εδω καμία “θεωρία”, υπάρχει μια ρητορική συμψηφισμού αρκετά άτσαλη, που αποκτά το βάθος και την εγκυρότητά της μόνο και μόνο από τη δειλία της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Σκοπός του Σαμαρά δεν είναι να τους χώσει όλους στη φυλακή και να μείνει μόνος του στο κοινοβούλιο, εκτός αν κάποιος βλέπει εδώ ένα σύγχρονο Βοναπάρτη. Σκοπός είναι να τους σύρει όλους πίσω του στο άρμα της “νομιμότητας”. Και ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον, πέφτει με τα μούτρα στην παγίδα, σπεύδοντας να εγγυηθεί την ομαλότητα και επιταχύνοντας τη διαδικασία της σοσιαλδημοκρατικής του προσαρμογής. Το μήνυμα δεν έχει γίνει ακόμα σαφές: ο πολύς φόβος μήπως δώσει κανείς την εντύπωση άκρου και βρεθεί “εκτός συνταγματικού τόξου” το μόνο που καταφέρνει είναι να εμφανίζει τη Χρυσή Αυγή σαν τη μόνη αντισυστημική δύναμη.

Υπάρχει, από την άλλη, η θεωρία του εκφασισμού του κράτους. Γενικά, το να λέει κανείς ότι αυτή τη φορά ο φασισμός θα έρθει με σταδιακά μέτρα από την πλευρά των μη φασιστικών καπιταλιστικών κυβερνήσεων δείχνει απλώς ότι δεν έχει καταλάβει τίποτα ούτε για την πρώτη φορά που ήρθε ο φασισμός. Ειδικά στις συγκεκριμένες συνθήκες, οδηγεί λίγο πολύ στο χαριτωμένο ισχυρισμό ότι ο φασισμός θα έρθει εις βάρος των φασιστών.

 

Αν μας αποπροσανατολίσουν οι συλλήψεις από το βασικό αντίπαλο, που είναι ο Σαμαράς, η δικομματική κυβέρνηση και η τρόικα;

 

Αν κρίνουμε από τη ρητορική ενός μεγάλου μέρους της αριστεράς και του αναρχικού χώρου, η εργατική τάξη είναι ένα πλάσμα με ελάχιστη αίσθηση προσανατολισμού, που χάνεται σε κάθε γωνία ακούγοντας τον ήχο των τηλεοράσεων. Όσο κι αν είναι απίστευτο, υπήρξε ακόμα και το επιχείρημα ότι η συζήτηση για τη Χρυσή Αυγή (για να μην πούμε ακόμα και η ίδια η δολοφονία) έγινε για να τραβήξουν την προσοχή από τις απεργίες εκείνων των ημερών.

Υπάρχουν κι εκείνοι που θυμίζουν ότι δεν είναι η Χρυσή Αυγή ο βασικός υπεύθυνος για τις επιθέσεις που έχουμε δεχτεί μέχρι τώρα, αλλά η κυβέρνηση, το μνημόνιο, ίσως το ευρώ κλπ. Υπάρχει, όμως, μια λεπτομέρεια: οι φασίστες δεν κυβέρνησαν. Ας κυβερνούσαν και θα λέγαμε ποιος έκανε το μεγαλύτερο κακό.

 

Πρώτα από όλα, κάθε εφησυχασμός ή ανοχή στο φασισμό, έστω συγκριτικά με άλλα “βασικά” θέματα, είναι επικίνδυνα και τιμωρούνται σκληρά. Πολλοί σύντροφοι και συντρόφισσες δεν πήραν κανένα μάθημα από την ανοχή στον εθνικισμό, βασικό πυλώνα του φασισμού, και από την υποτίμηση της φασιστικής απειλής εδώ και πολλά χρόνια. Πολλοί από αυτούς που για καιρό διασκέδαζαν με τις “τροτσκιστικές” ή “αναρχοαυτόνομες” φοβίες για φασίστες παντού, που έβλεπαν στα πρόσωπα των πρώτων ακροδεξιών προσωπικοτήτων απλώς γραφικούς τηλεβιβλιοπώλες, που αντιμετώπιζαν τις αντιφασιστικές συγκεντρώσεις με ειρωνικά χαμόγελα, τώρα βγαίνουν με περισσή αυτοπεποίθηση να μας πουν τι είναι και τι δεν είναι βασικό.

Δεύτερον, ικανοποιεί, αλήθεια, κανέναν η εξήγηση ότι οι απεργία των καθηγητών έκλεισε άδοξα λόγω του αποπροσανατολισμού από τη δολοφονία; Υπήρξαν πολύ πιο βαθιές αιτίες για αυτό: το βάρος παλιότερων αποτυχιών, η στάση της συνδικαλιστικής ηγεσίας, η αντικειμενική οικονομική πίεση στους απεργούς, η έλλειψη πολιτικής προοπτικής για τους αγώνες κλπ – δεν είναι εδώ ο χώρος να συζητηθούν όλα αυτά, αλλά ας είμαστε τουλάχιστον στοιχειωδώς σοβαροί.

Όσο αληθές είναι ότι δεν γίνεται να κατατροπωθεί οριστικά ο φασισμός χωρίς μια ταξική αναμέτρηση ενάντια στα μνημόνια, το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις τους, άλλο τόσο ανόητο είναι να ελπίζει κανείς ότι θα νικήσει το φασισμό απλώς και μόνο αντιμετωπίζοντας τις οικονομικές και κοινωνικές του προϋποθέσεις, που συνήθως συνοψίζονται στον όρο “μνημόνια”. Ο φασισμός έχει τη δική του δυναμική και η πάλη εναντίον του έχει τα δικά της ειδικά καθήκοντα, που συνδέονται με τα υπόλοιπα καθήκοντα, αλλά δεν μπορούν να αναχθούν σε αυτά. Επιπλέον, η προσήλωση αποκλειστικά στους οικονομικούς αγώνες είναι μια παλιά αμαρτία, με το κωδικό όνομα “οικονομισμός”. Όπως δεν είναι απλή προέκταση του κρατικού αυταρχισμού, ο φασισμός δεν είναι ούτε και αυτόματο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, όσο και αν εξαρτάται και από τα δύο.

Ο “οικονομισμός”, που συνήθως δεν κρύβει παρά απροθυμία να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά με το πρόβλημα, αγνοεί αυτό που η κυβέρνηση ξέρει καλά: ότι ο αντιφασιστικός αγώνας μπορεί, τροφοδοτώντας και τους υπόλοιπους οικονομικούς και κοινωνικούς αγώνες, να πυροδοτήσει μια κεντρικότατη ταξική αναμέτρηση, όπως έγινε σε άλλες περιόδους και περιβάλλοντα, πχ, με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Η ταξική συνείδηση είναι ενιαία, πράγμα που σημαίνει ότι η αυτοπεποίθηση που αντλείται από οποιαδήποτε νικηφόρα μάχη ανυψώνει συνολικά το ηθικό στις τάξεις των καταπιεσμένων και έχει κάθε δυνατότητα να μετατραπεί σε ανατρεπτική δυναμική και στα άλλα πεδία. Και αντίστροφα, ένας φόβος, όπως ο φόβος του φασισμού, είναι ικανός να παραλύσει την εργατική τάξη όχι μόνο ενάντια στους ίδιους τους ναζί, αλλά και σε όλες τις άλλες διεκδικήσεις της.

 

Αν ωφελείται η κυβέρνηση από τη δολοφονία του Φύσσα, τότε γιατί να μην την ενορχήστρωσε η ίδια;

 

Ήδη από τις πρώτες ώρες μετά τη δολοφονία είχαμε την τύχη να διαβάσουμε και να ακούσουμε διάφορες θεωρίες για το τι σχέδιο εξυφαίνεται. Κάποιοι δεν αρκούνται στην επιφάνεια των γεγονότων, αλλά την ξύνουν να δουν τι έχει από κάτω. “Την ψάχνουν” οι υποψιασμένοι: ποιος ωφελείται από τη δολοφονία; Ποιος είχε το κίνητρο; Τι παίζεται στο παρασκήνιο; Πώς έχουν ενορχηστρωθεί όλα αυτά;

Φαίνεται πως υπάρχει εδώ μια βαθύτερη παρανόηση, κάτι σαν “τυραννία του βάθους”. Η ανάλυση συλλαμβάνεται ως αναζήτηση του κρυφού σεναρίου, κάτω από την επιφάνεια, που είναι εξ ορισμού παραπλανητική, και με μεθόδους περισσότερο ντεντέκτιβ παρά πολιτικού (πόσο μάλλον μαρξιστή) αναλυτή. Μάλιστα ενός ντεντέκτιβ που δεν χρειάζεται καθόλου στοιχεία, γιατί του αρκεί η λογική αλληλουχία των συλλογισμών του.

 

Υπάρχει μια ένδοξη παράδοση συνομωσιολογίας στην αριστερά: αφού το κίνημα δεν ωφελείται από τα επεισόδια στις πορείες, τα επεισόδια τα κάνει η ασφάλεια. Αφού ο Άσαντ ζημιώνεται τελικά από τη χρήση χημικών όπλων, τα όπλα τα έφεραν προβοκάτορες της αντιπολίτευσης. Εθισμένος σε αυτού του είδους τις σκέψεις, δεν είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς στην απόλυτη καταστροφή και να ισχυριστεί ότι, αφού η Χρυσή Αυγή δεν ωφελείται τελικά από τη δολοφονία του Φύσσα, κάποιος άλλος θα πρέπει να την οργάνωσε.

Φυσικά πάντα υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρουμε και οι συνομωσίες δεν είναι κάτι άγνωστο στη ζωή. Αλλά μέχρι να μάθουμε πράγματι κάτι δεν είναι ανάγκη να παραιτηθούμε από τη λογική, και πολύ περισσότερο να δίνουμε άλλοθι στους φασίστες. Ας μείνουμε, με κάθε συναίσθηση της ρηχότητάς μας, στα “φαινόμενα”.

Καταρχάς δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέτουμε ότι όποιος ωφελείται από κάτι, το έχει κάνει κιόλας. Αν βρω στο δρόμο ένα πενηντάρικο ωφελούμαι καταφανώς, αλλά θα ήταν ανοησία να πιστέψει κανείς για αυτό το λόγο ότι το έβαλα εκεί μόνος μου. Από την άλλη, ποιος μας λέει ότι κάνει κανείς αποκλειστικά ό,τι τον ωφελεί; Ότι λάθη δεν γίνονται, ότι η κατάσταση δεν ξεφεύγει από τον έλεγχο, ότι μπορεί κανείς να προβλέψει απόλυτα τα αποτελέσματα των πράξεών του;

Το βασικό, όμως, είναι πως δεν είναι τόσο απλό να πει κανείς ποιος ωφελείται. Πιθανότατα η Χρυσή Αυγή δάγκωσε μια μπουκιά μεγαλύτερη απ' ό,τι μπορούσε να μασήσει. Ήλπιζε να ωφεληθεί από έναν όλο και πιο απροκάλυπτο τραμπουκισμό απέναντι σε οργανώσεις του εργατικού κινήματος και αντιφασίστες. Μετά την επιτυχία των προηγούμενων σταδίων (ανώνυμοι ξυλοδαρμοί και δολοφονίες μεταναστών, τηλεοπτικά βρισίδια, γκαρίσματα σε ακροδεξιές εκδηλώσεις μνήμης, σφαλιάρες λάιβ), και με δεδομένη τη σκανδαλώδη ασυλία που απολάμβανε, η Χρυσή Αυγή πέρασε στην επόμενη πίστα, αλλά δεν ήταν έτοιμη. Όπως ειπώθηκε ήδη, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν, όμως προς το παρόν καθόλου δεν πάνε προς τα εκεί.

Από την άλλη η ΝΔ ωφελείται μεν, είναι όμως και αυτό σχετικό. Αν λέμε ότι η ΝΔ χρησιμοποιούσε τη Χρυσή Αυγή ως φόβητρο και ως λαγό για την ακροδεξιά της ατζέντα, τότε δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι είναι ευτυχισμένη που τη χάνει. Από την άλλη, αν έχουμε μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη στο αντιφασιστικό και το εργατικό κίνημα, έχουμε και κάθε λόγο να ελπίζουμε ότι στην αναμέτρηση που πυροδοτήθηκε θα βγούμε εμείς νικητές, άρα και θα “ωφεληθούμε”. Καταλαβαίνετε τι άθλια χοντράδα θα μπορούσε να ειπωθεί τότε αν τραβούσε κανείς στα άκρα τη λογική της συνωμοσιολογίας. Το ουσιώδες είναι ότι το ποιος θα ωφεληθεί τελικά από την κοινωνική και πολιτική δυναμική που απελευθέρωσε ο θάνατος του αντιφασίστα θα κριθεί από τη δυναμική της ταξικής πάλης. Η μεγαλύτερη τιμή στη μνήμη του θα είναι να κερδίσουμε εμείς.

 

Ας μην μπερδεύουμε ανώφελα τα πράγματα. Η Χρυσή Αυγή σκότωσε το Φύσσα και τόσους άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι η αποστολή της, να τρομοκρατεί, να διαιρεί τους εργαζόμενους και να διαλύει τις συλλογικές τους οργανώσεις. Η κυβέρνηση είναι συνένοχη, το σύστημα και ο κοινοβουλευτισμός βαθιά υπεύθυνοι και η αστική τάξη το πραγματικό αφεντικό των ναζί. Για αυτό και δεν μπορούμε να χτυπήσουμε το φασισμό με “δημοκρατικά μέτωπα” μαζί με τα δήθεν δημοκρατικά κόμματα του κεφαλαίου. Ο αντιφασιστικός αγώνας πρέπει να συνδεθεί με όλες τις άλλες ταξικές διεκδικήσεις, αλλά πρέπει να πάρει σοβαρά και τα δικά του ιδιαίτερα καθήκοντα, τις ενωτικές επιτροπές, τη μαχητική δράση, την ιδεολογική μάχη, την ενότητα ντόπιων και ξένων μεταναστών.

Αν δεν θέλουμε να κάνουμε απλώς δημοσιογραφία, πρέπει να βγάλουμε ένα πολιτικό συμπέρασμα για το αντιφασιστικό κίνημα: ότι είμαστε σε φάση επίθεσης, και όχι άμυνας.  Ο μόνος πραγματικός κίνδυνος για την ώρα είναι να μην προχωρήσουν οι διώξεις. Αυτό είναι στοίχημα. Είναι απολύτως ευκταίο και απαραίτητο να σαπίσουν οι ναζί στη φυλακή και να ξεριζωθεί ο ναζισμός έξω από αυτή. Τώρα έχουμε την ευκαιρία να το κάνουμε. Ας κόψουμε λοιπόν τις εξυπνάδες.

 

Μπόνους: ένα παλιό σχόλιο για τη λεγόμενη “θεωρία των δύο άκρων”

 

Οι κοινοβουλευτικοί της ρουτίνας, που νομίζουν ότι ξέρουν καλά το λαό, συνηθίζουν να λένε: “δεν πρέπει να τρομάζουμε τις μεσαίες τάξεις με την επανάσταση, γιατί δεν αγαπάνε τα άκρα”. Αυτή η βεβαίωση, διατυπωμένη με αυτό το γενικό τρόπο, δεν είναι καθόλου σωστή. Φυσικά, ο μικροϊδιοκτήτης είναι υπέρ της τάξεως όσο οι δουλειές του πάνε καλά και όσο ακόμα ελπίζει ότι αύριο θα πάνε ακόμα καλύτερα. Όταν όμως χάσει αυτή την ελπίδα, εύκολα μανιάζει και είναι έτοιμος να προχωρήσει και στα πιο ακραία μέτρα. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να ανατρέψει το δημοκρατικό κράτος και να ανεβάσει στην εξουσία το φασισμό στην Ιταλία και τη Γερμανία; Όλος αυτός ο απελπισμένος κοσμάκης βλέπει στο φασισμό μια μαχητική δύναμη που στρέφεται εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου και πιστεύει ότι, αντίθετα με τα εργατικά κόμματα, που μόνο λόγια είναι, ο φασισμός θα χρησιμοποιήσει τις γροθιές για περισσότερη “δικαιοσύνη” στην κοινωνία. Ο αγρότης και ο μικροβιοτέχνης είναι ρεαλιστές με το δικό τους τρόπο· καταλαβαίνουν ότι χωρίς γροθιές δεν γίνεται τίποτα. Είναι ψέμα, τρεις φορές ψέμα, η άποψη ότι η σημερινή μικροαστική τάξη δεν πηγαίνει στα εργατικά κόμματα επειδή φοβάται “τα μέτρα των άκρων”. Το αντίθετο. Το κατώτερο στρώμα της μικροαστικής τάξης, οι μεγάλες μάζες της, δεν βλέπουν στα εργατικά κόμματα παρά μόνο κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς· δεν πιστεύουν ότι είναι ικανά να αγωνιστούν, ότι είναι έτοιμα τούτη τη φορά να παλέψουν μέχρις εσχάτων. Κι αν είναι έτσι, αξίζει τον κόπο να αντικαταστήσουν το ριζοσπαστισμό (στμ το Ριζοσπαστικό Κόμμα, κεντρώο μικροαστικό κόμμα στη Γαλλία) με τους συναδέλφους του κοινοβουλευτικούς της αριστεράς;  Να πώς σκέφτεται και νιώθει ο μισοαπαλλοτριωμένος, κατεστραμμένος και εξεγερμένος ιδιοκτήτης. [Λέον Τρότσκι, 1934]